Στα επίπεδα του 2012 έφτασε η χώρα μας στην κατάταξη των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα
Πέντε θέσεις κατρακύλησε η Ελλάδα τη χρονιά που πέρασε σε ζητήματα ελευθερίας του τύπου, όπως προκύπτει από τον δείκτη που ανακοίνωσαν για το 2021 οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα.
Η χώρα μας βρέθηκε από την 65η στην 70ή θέση στην κατάταξη των 180 χωρών που διερευνά ο δείκτης φτάνοντας ουσιαστικά στα επίπεδα που βρισκόταν περίπου δέκα χρόνια πριν, το 2012. Μεταξύ των 27 πλέον χωρών της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης καταλαμβάνει την τέταρτη θέση από το τέλος συγκεντρώνοντας καλύτερη βαθμολογία μόνο από τη Βουλγαρία, τη Μάλτα και την Ουγγαρία του Όρμπαν.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στις «προβληματικές» χώρες και βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να έχει τερματίσει την προηγούμενη χρονιά με βαθμολογία μικρότερη από χώρες όπως η Κόστα Ρίκα, η Ναμίμπια, το Πράσινο Ακρωτήρι, η Γκάνα, η Μπουρκίνα Φάσο και η Παπούα Νέα Γουινέα.
Σε επίπεδο Ευρώπης κατατάσσεται υψηλότερα μόνο από χώρες όπως η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, ή η Βουλγαρία, ενώ απέχει δραματικά από τη «χρυσή» τριάδα της Νορβηγίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, που κέρδισαν για ακόμα μία χρονιά τις πρώτες θέσεις της κατάταξης αναφορικά με την ελευθερία του τύπου (δείτε την κατάταξη εδώ https://rsf.org/en/ranking)
Ο φετινός πίνακας, όπως ήταν αναμενόμενο, είχε έντονο ...«άρωμα» πανδημίας με την διεθνή οργάνωση να σημειώνει πως αν και η δημοσιογραφία αποτελεί το καλύτερο εμβόλιο ενάντια στην παραπληροφόρηση, είναι εντελώς «μπλοκαρισμένη» ή παρεμποδίζεται σοβαρά στις 73 από τις 180 χώρες του δείκτη και περιορισμένη σε 59 άλλες, με το σύνολο αυτών των χωρών να αποτελεί το 73% των χωρών που αξιολογήθηκαν. Σε αυτές τις χώρες κρίθηκε ότι οι συνθήκες για την ελευθερία του τύπου είναι «πολύ κακές», «κακές» ή «προβληματικές».
«Τα στοιχεία του δείκτη αντανακλούν μία δραματική αλλοίωση στην πρόσβαση των πολιτών στην πληροφόρηση και μία αύξηση στα εμπόδια της κάλυψης των γεγονότων. Η πανδημία του κορονοιού χρησιμοποιήθηκε ως αιτία αποκλεισμού των δημοσιογράφων από την πρόσβαση στην πληροφόρηση και κάλυψης των γεγονότων στο πεδίο», σημειώνεται στην έκθεση, οι συγγραφείς της οποίας αναρωτιούνται αν όλα αυτά θα αποκατασταθούν με το τέλος της πανδημίας.
Κι αυτό σε μια περίοδο που οι πολίτες χάνουν όλο και περισσότερο την εμπιστοσύνη τους στους δημοσιογράφους. Δεν είναι τυχαίο ότι το Edelman Trust Barometer 2021, μια ευρέως παρακολουθούμενη έρευνα σχετικά με τη στάση του κοινού, κατέδειξε ότι το 59% των ερωτηθέντων σε 28 χώρες θεωρεί πως οι δημοσιογράφοι εσκεμμένα προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη μεταδίδοντας πληροφορίες, οι οποίες γνωρίζουν ότι είναι ψευδείς.
«Ελλάδα: Επικίνδυνο κοκτέιλ για την ελευθερία του τύπου»
Αποκαλυπτική για την κατάσταση στη χώρα μας είναι η σύντομη ανάλυση που συνοδεύει την ελληνική βαθμολογία στην έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα και τιτλοφορείται «επικίνδυνο κοκτέιλ για την ελευθερία του τύπου». Σε ένα μικρό κείμενο περιγράφεται η αντιμετώπιση στα τρία κεντρικά θέματα, τα οποία προβληματίζουν τους αναλυτές και σχετίζονται με την πανδημία, την αστυνομική βία και την προσφυγική κρίση. Αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά με το κείμενο να καταλήγει στη δολοφονία του Γιώργου Καραιβάζ, ελάχιστες ημέρες πριν τη δημοσιοποίηση της φετινής έκθεσης, ως ένα γεγονός που «συγκλόνισε τη δημοσιογραφική κοινότητα».
Στο κείμενο επισημαίνεται ξεκάθαρα ότι στη χώρα μας «η ελευθερία του τύπου υπέφερε το 2020. Η συντηρητική κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης χορήγησε γενναιόδωρες φορολογικές εκπτώσεις στη διαφήμιση στα ΜΜΕ, αλλά θέλησε άμεσα ή έμμεσα να ελέγξει στενά τη ροή της πληροφόρησης ως μέρος της προσπάθειας να αντιμετωπίσει τόσο την πανδημία του κορονοιού όσο και την προσφυγική κρίση».
Προσθέτουν ότι τα ερευνητικά Μέσα Ενημέρωσης ή αυτά που ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση είτε αποκλείστηκαν είτε έλαβαν μόνο ένα μικρό ποσοστό της διαφήμισης από «την αμφιλεγόμενη καμπάνια ενημέρωσης για τον κορονοιό ύψους 20 εκατομμυρίων ευρώ».
Οι «Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα» τονίζουν επίσης ότι οι συνάδελφοί τους στην Ελλάδα έπρεπε να λάβουν κυβερνητική άδεια προκειμένου να κάνουν μεταδόσεις από νοσοκομεία, ενώ την ίδια στιγμή το υπουργείο Υγείας «απαγόρευσε στο ιατρικό προσωπικό να μιλά στα ΜΜΕ».
Η διεθνής οργάνωση δεν αφήνει ασχολίαστα και τα γεγονότα που σχετίζονται άμεσα με τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, υπογραμμίζοντας πως τον Φεβρουάριο του 2021, δόθηκε εντολή στα κανάλια της δημόσιας τηλεόρασης να μη μεταδίδουν βίντεο που κυκλοφορούσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έδειχναν τον Πρωθυπουργό να παραβιάζει τους κανόνες του lockdown».
Οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα δεν κρύβουν την ανησυχία τους για τις πρακτικές της αστυνομίας, όταν αναφέρουν πως η αστυνομία «κατέφυγε σε βία και σε αυθαίρετες απαγορεύσεις για να εμποδίσει την κάλυψη της προσφυγικής κρίσης στα νησιά».
Η οργάνωση μιλά και για τη λογοκρισία ρεπορτάζ για τους νέους προσφυγικούς καταυλισμούς από την ελληνική δημόσια τηλεόραση, για την οποία σημειώνει μάλιστα πως «ελέγχεται απευθείας από τον Πρωθυπουργό, παρόλο που το ανώτατο δικαστήριο όρισε ότι αυτό είναι αντισυνταγματικό».
Στο κεφάλαια της αστυνομικής βίας κατά των δημοσιογράφων, η έκθεση αναφέρεται και στο περιστατικό παρεμπόδισης και ξυλοδαρμού φωτορεπόρτερ που κάλυπτε ένα επετειακό γεγονός στα τέλη του 2020 στην Αθήνα συμπληρώνοντας πως ο φωτορεπόρτερ οδηγήθηκε και σε σύντομη κράτηση για υποτιθέμενη παραβίαση των μέτρων για τον Covid-19 .
Η οργάνωση δεν κρύβει επίσης την ανησυχία της για τους νέους κανόνες αστυνόμευσης των διαδηλώσεων επειδή – όπως σημειώνει - καθορίζουν συγκεκριμένα σημεία για τους δημοσιογράφους.
Σε γενικές γραμμές η Ευρώπη εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα τελευταία προπύργια για την ελευθερία του τύπου, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, οι οποίοι πάντως δεν παραλείπουν να επισημάνουν ότι και στη δική μας ήπειρο έχουν αυξηθεί τα περιστατικά βίας εναντίον των δημοσιογράφων, ενώ η ετερογένεια και σε επίπεδο Ευρωπαικής Ενωσης είναι όλο και πιο διακριτή.
Τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική πλευρά της Ευρωπης – όπως τονίζεται στην έκθεση – νέοι νόμοι, οι οποίοι περιορίζουν το δικαίωμα στην ενημέρωση έχουν διευκολύνει τις συλλήψεις και τις κρατήσεις των δημοσιογράφων με αρκετές χώρες να επιχειρούν να περιορίσουν τον αντίκτυπο της πληροφόρησης σε ευαίσθητα θέματα μεταξύ των οποιων και η πανδημία.
Οι επιθέσεις εναντίον των δημοσιογράφων και οι αυθαίρετες συλλήψεις δεν αυξήθηκαν μόνο στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην 70ή θέση του δείκτη, αλλά και στη Γερμανία (13η), τη Γαλλία (34η), την Ιταλία (41η), την Πολωνία (64η), τη Σερβία (93η) και τη Βουλγαρία (112η θέση).
Γιώργος Πλειός: Επιθέσεις, συλλήψεις και λογοκρισία το τρίπτυχο των αιτίων
Στο τρίπτυχο των παρεμβάσεων της κυβέρνησης και γενικότερα της εκτελεστικής εξουσίας μέσω των επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων, των συλλήψεων, αλλά και της λογοκρισίας εντοπίζει τις βασικές «πληγές» για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, η οποία αποτυπώθηκε στην έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα, ο Γιώργος Πλειός, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.
Ο κ. Πλειός τονίζει πως η εκτίμησή του ήταν ότι η Ελλάδα θα βρισκόταν φέτος ακόμα χαμηλότερα στο δείκτη των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα: «Αυτό δεν έγινε πιθανότατα γιατί δεν έχουν συνεκτιμηθεί κάποια περιστατικά που έλαβαν χώρα προς το τέλος της χρονιάς. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα έπεσε πέντε θέσεις στην κατάταξη. Επί δύο χρόνια το 2019 και το 2020 ήμαστε στην 65η θέση. Φέτος βρεθήκαμε εκεί που ήμαστε το 2012 και το 2013, δηλαδή σχεδόν δέκα χρόνια πίσω. Είχαν ακολουθήσει χειρότερες επιδόσεις το 2014 και μετά όταν από την Ουγκάντα μας χώριζαν λίγες θέσεις».
O κ. Πλειός εκτιμά ότι οι παρεμβάσεις ήταν τριων ειδών:
- Βίαιες επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων από κρατικά όργανα.
- Συλλήψεις και προσαγωγές δημοσιογράφων, οι οποίες – όπως επισημαίνει - «εντάθηκαν μετά την καραντίνα» σε συνδυασμό με φαινόμενα παρεμπόδισης των εργαζομένων στον τύπο να φτάνουν στα σημεία των γεγονότων.
- Η λογοκρισία: «Υπήρξαν αρκετά παραδείγματα εξαναγκασμού δημοσιογράφων σε παραιτήσεις καθώς επίσης και καταγγελίες για λογοκρισία σε ρεπορτάζ που επρόκειτο να παίξουν στη δημόσια τηλεόραση» υπενθυμίζει ο κ. Πλειός.
Προσθέτει επίσης ότι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «φιλτραρίσματος» της πληροφόρησης ήταν ο τρόπος, με τον οποίο γίνονταν οι ενημερώσεις για την πανδημία: «Το πρώτο φίλτρο ήταν η απουσία των διαπιστευμένων υγειονομικών συντακτών από την αίθουσα της ενημέρωσης. Το δεύτερο είναι το γεγονός ότι ακόμα και τις ερωτήσεις τις μετέφεραν και τις υπέβαλαν υπάλληλοι του υπουργείου και όχι οι ίδιοι δημοσιογράφοι χωρίς μάλιστα να υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης ή διευκρινίσεων. Επίσης οι ερωτήσεις είχαν αποσταλεί εκ των προτέρων, ενώ στην αίθουσα βρίσκονταν πέρυσι ουσιαστικά εκπρόσωποι της κυβέρνησης και του υπουργείου».
Αναφερόμενος στην πολυσυζητημένη «λίστα Πέτσα», ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών εξηγεί πως δεν είναι μεμπτό να στηρίζονται τα ΜΜΕ σε μία κρίσιμη περίοδο, όπως στηρίχθηκαν άλλες επιχειρήσεις: «Κακό είναι η υποστήριξη να γίνεται με κομματικά κριτήρια με αποτέλεσμα όσο πιο κοντά βρίσκεται κάποιος στην κυβέρνηση τόσο περισσότερα να παίρνει» διευκρινίζει.
Όσο για την «εργαλειοποίηση» της πανδημίας από τις κυβερνήσεις διεθνώς την οποία αναλύει η έκθεση για την ελευθερία του τύπου, ο κ. Πλειός επισημαίνει
«Η πανδημία χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να κυβερνηθεί η χώρα με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, πρακτικά με διατάγματα χωρίς προσκόμματα και διαμαρτυρίες. Το κρίσιμο είναι να μη συνηθίσουμε εμείς να μας κυβερνά κάποιος με διατάγματα»